επανατασις

επανατασις
    ἐπανάτασις
    ἐπ-ανάτᾰσις
    -εως ἥ поднятие
    

(τοῦ σκήπτρου Arst.; τῆς μάστιγος Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επανατασις" в других словарях:

  • ἐπανάτασις — stretching upwards fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάταση — ἐπανάτασις, η (Α) [επανατείνω] 1. ανάταση, ανύψωση ενός πράγματος («ὁ δ ὅρκος ἦν τοῡ σκήπτρου ἐπανάτασις», Αριστοτ.) 2. μτφ. απειλή («ἐπανάτασις μειζόνων ἐγκλημάτων», πάπ.) 3. απειλητική στάση ενός όπλου («ἐπανάτασις σιδήρου», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπανατάσεις — ἐπανάτασις stretching upwards fem nom/voc pl (attic epic) ἐπανάτασις stretching upwards fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανατάσεσι — ἐπανάτασις stretching upwards fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανατάσεσιν — ἐπανάτασις stretching upwards fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανάτασιν — ἐπανάτασις stretching upwards fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • ἐπανατάσεων — ἐπανατάσεω̆ν , ἐπανάτασις stretching upwards fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανατάσεως — ἐπανατάσεω̆ς , ἐπανάτασις stretching upwards fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»